χερουβίν

χερουβίν
τὰ, ΜΑ
βλ. χερουβίμ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χερουβίμ — και χερουβείμ, τα, ΝΜΑ, και χερουβίν ΜΑ ανώτατη τάξη ουράνιων, αγγελικών όντων, κοντά στον θρόνο τού θεού, για να τόν υμνούν και να καλύπτουν την δόξα του από βέβηλα μάτια (α. «ὁ ἐπὶ τοῡ θρόνου δόξης τῶν χερουβίμ ἐπαναπαυόμενος», Ακολ. Όρθρ. β.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”